πεζούλι

πεζούλι
το
1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης
2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακ-ούλι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεζούλι — πεζούλι, το και πεζούλα, η 1. τοιχίο μπροστά στο σπίτι ή στο νάρθηκα ναού που χρησιμεύει για κάθισμα ή για το κατέβασμα του ιππέα από το ζώο. 2. τοίχος για τη συγκράτηση του χώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… …   Dictionary of Greek

  • -ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • πεζούλα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Kαρδίτσας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβδήρων. * * * η το πεζούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • Βούλτσι — Αρχαία ετρουσκική πόλη, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, συνδεόμενη πιθανώς με την Κόζα, στην παραλία που θα έπρεπε να είναι το φυσικό της επίνειο. Η θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή από τα τέλη του 14ου αι. Τον 19ο αι. η νεκρόπολή της υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… …   Dictionary of Greek

  • αγώνιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει κανονικές γωνίες, που δε φτιάχτηκε με ακρίβεια: Άφησε αγώνιαστο το πεζούλι της ταράτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβόλα — η πεζούλι που χτίζεται στα χωράφια ή γύρω στη ρίζα του δέντρου για να μη φεύγει το χώμα: Το χώμα το συγκρατούσαν με αναβόλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκουμπώ — ησα 1. αποθέτω, αφήνω: Αποκούμπησε το ραβδί του στο πεζούλι και κάθισε. 2. στηρίζομαι, καταφεύγω: Αν φύγουν τα παιδιά, πού θα αποκουμπήσουν οι γέροι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόθεση — η 1. η τοποθέτηση βασταζόμενου πράγματος στη γη: Η απόθεση του φορτίου έγινε πάνω σε ένα πεζούλι. 2. απόρριψη και συσσώρευση: Οι αποθέσεις των ποταμών στις εκβολές τους είναι πολύ μεγάλες. 3. αποταμίευση: Η απόθεση χρημάτων είναι ενέργεια συνετή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”